-
1 большинство
большинство с η πλειονότητα οι περισσότεροι \большинство голосов η πλειοψηφία, η πλειονοψηφία" абсолютное \большинство η απόλυτη πλειοψηφία* * *сη πλειονότητα; οι περισσότεροιбольшинство́ голосо́в — η πλειοψηφία, η πλειονοψηφία
абсолю́тное большинство́ — η απόλυτη πλειοψηφία
-
2 абсолютный
абсолютный απόλυτος; \абсолютныйое большинство η απόλυτη πλειοψηφία* * *абсолю́тное большинство́ — η απόλυτη πλειοψηφία
-
3 большинство
-а ουδ.πλειοψηφία, πλειονοψηφία, πλειονότητα•большинство голосов η πλειοψηφία των ψήφων•
подавляющее большинство καταπληκτική ή τεράστια πλειοψηφία•
абсолютное большинство απόλυτη πλειοψηφία•
в -е случаев ως επί το πολύ (το πλείστον), τις περισσότερες φορές (περιπτώσεις).
-
4 абсолютный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαπόλυτος•-ая истина απόλυτη αλήθεια•
-ая тишина απόλυτη ησυχία.
εκφρ.- ое большинство – απόλυτη πλειοψηφία•- ая монархия – απόλυτη μοναρχία•абсолютный чемпион – πρωταθλητής•абсолютный слух – το τέλειο μουσικό αυτί. -
5 большииство
большииств||ос ἡ πλειοψηφία, ἡ πλει-ονότης, ἡ πλειονοψηφία:\большииство голосов ἡ πλειοψηφία; абсолютное \большииство ἡ ἀπόλυτη πλειοψηφία; в \большииствое слу́чаев τίς περισσότερες φορές, ὡς ἐπί τό πλείστον. -
6 абсолютный
абсолютн||ыйприл в разн. знач. ἀπόλυτος:в \абсолютныйых цифрах σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς; \абсолютныйый покой ἡ ἀπόλυτη ἡρεμίά ◊ \абсолютныйое большинство́ ἡ ἀπόλυτη πλειοψηφία; \абсолютныйая монархия ἡ ἀπόλυτος μοναρχία; \абсолютныйая величина мат ἡ ἀπόλυτος ποσότης; \абсолютныйый слух τό τέλειο μουσικό αὐτί. -
7 большинство
η πλειοψηφία, η πλειονότηταабсолютное - απόλυτη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > большинство
См. также в других словарях:
πλειοψηφία — πλειοψηφία, η και πλειονοψηφία, η το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν: Απόλυτη πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ όλους (παρόντες και απόντες), ενώ σχετική πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ αυτούς που ψήφισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek